ρινισμός

ρινισμός
ο, Ν
ιατρ. διαταραχή τού λόγου, τής άρθρωσης, αλλ. ρινοφωνία ή ρινική αντήχηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + κατάλ. -ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1830 στον Κ. Οικονόμο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ρινισμός — ο (ιατρ.), διαταραχή της λαλιάς κατά την οποία ο άρρωστος αντί των φθόγγων β, λ, π, προφέρει τους φθόγγους μ, ν, προφέρει λ.χ. νύκος (αντί λύκος) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρίς — και ῥίν, ῥινός, ή, ΜΑ η μύτη, το όργανο τής όσφρησης και τής αναπνοής (α. «ἀμβροσίην ὑπὸ ῥῑνα ἑκαστῳ θῆκε φέρουσα», Ομ. Οδ. β. «ἀποταμὼν τὴν ῥῑνα», Ηρόδ. γ. «ἕλκεσθαι τῆς ῥινός», Λουκιαν.) αρχ. στον πληθ. αἱ ῥῑνες τα ρουθούνια (α. «στόμα τε ῥίνας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”